ἐγκάρσιον

ἐγκάρσιον
ἐγκάρσιος
athwart
masc acc sg
ἐγκάρσιος
athwart
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεσόκολο — το ανατ. πτυχή τού περιτοναίου η οποία συνδέει το κόλον με το κοιλιακό τοίχωμα και που διακρίνεται σε ανιόν μεσόκολο, εγκάρσιον μεσόκολο, κατιόν μεσόκολο και μεσοσιγμοειδές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”